- υπεριστωρ
- ὑπερίστωρὑπερ-ίστωρ-ορος adj. отлично знающий
κἀγὼ τοῦδ΄ ἴστωρ, ὑ. Soph. — я сама это знаю и знаю слишком хорошо
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κἀγὼ τοῦδ΄ ἴστωρ, ὑ. Soph. — я сама это знаю и знаю слишком хорошо
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπερίστωρ — knowing but too well masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερίστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»] … Dictionary of Greek
ὑπερίστορα — ὑπερίστωρ knowing but too well masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)